δενδροσειρά

δενδροσειρά
η
σειρά δένδρων, δενδροστοιχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + σειρά. Η λ. δενδροσειραί μαρτυρείται το 1891 από τον Έλληνα, ψευδώνυμο τού Βλ. Γαβριηλίδη, στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”